ὀλιγοτόκος

ὀλιγοτόκος
ὀλιγο-τόκος, wenig, selten gebärend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολιγοτόκος — ο (Α ὀλιγοτόκος, ον) αυτός που γεννά λίγα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοτόκοις — ὀλιγότοκος bringing forth few masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτόκων — ὀλιγότοκος bringing forth few masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοτοκώ — ὀλιγοτοκῶ, έω (Α) [ολιγοτόκος] γεννώ λίγα τέκνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”